- Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του-
- Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768-74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία σημαντικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Στο προοίμιό της αναφερόταν ότι επρόκειτο για συμφωνία «αιώνιας ειρήνευσης και ησυχίας μεταξύ των αυτοκρατοριών Πασών των Ρωσιών και της Οθωμανικής Πύλης…», στην πραγματικότητα όμως νομιμοποιούσε τις συνεχείς επεμβάσεις της Ρωσίας στις οθωμανικές υποθέσεις. Το πρώτο άρθρο της συνθήκης αφορούσε και τους Έλληνες, ιδίως εκείνους που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση του 1770, η οποία ως γνωστόν είχε υποκινηθεί από την Αικατερίνη B’. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 ανέφερε: «...Με την αποκατάσταση μιας τόσο ειλικρινούς φιλίας, τα δύο μέρη παρέχουν αμοιβαία αμνηστία και γενική συγχώρηση σε όλους τους υπηκόους, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, για οποιοδήποτε έγκλημα και αν διέπραξαν εναντίον της μίας ή της άλλης πλευράς, ελευθερώνοντας όσους βρίσκονται στα κάτεργα ή στις φυλακές, επιτρέποντας την επιστροφή τόσο των απελαθέντων όσο και των εξορίστων και υποσχόμενα να αποδώσουν σε αυτούς, μετά την υπογραφή της ειρήνης, όλες τις τιμές και τις περιουσίες που είχαν πριν, μην κάνοντας και μην επιτρέποντας στο εξής να γίνεται ατιμώρητα σε βάρος τους οποιαδήποτε λοιδορία, ζημία ή αδικία με κανενός είδους πρόσχημα, αλλά να μπορεί ο καθένας τους να ζει υπό την περιφρούρηση και την προστασία του νόμου και των τοπικών εθίμων, ίσος με τους άλλους συμπατριώτες του». Η αμνήστευση αυτή δεν είχε πρακτικό αποτέλεσμα για τους Έλληνες, οι οποίοι υπέστησαν μεγάλες διώξεις μετά τον τερματισμό του πολέμου. Ευνόησε όμως τη Ρωσία, η οποία με τα άρθρα 6 και 7 αποκτούσε το δικαίωμα της «προστασίας της χριστιανικής Εκκλησίας» στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Έτσι, κάθε διωγμός των χριστιανών από τον σουλτάνο ήταν και μια ευκαιρία επέμβασης για τη Ρωσία. Άλλο άρθρο που αφορούσε τους Έλληνες ήταν το 17o, με το οποίο οι Ρώσοι επέστρεφαν στην Υψηλή Πύλη όλα τα νησιά του Αιγαίου πελάγους που είχε καταλάβει στη διάρκεια του πολέμου ο ρωσικός στόλος. Οι κάτοικοί τους αμνηστεύονταν και αποκτούσαν το δικαίωμα της ελεύθερης μετανάστευσης. Το άρθρο 24 προέβλεπε ότι οι νησιώτες μπορούσαν να φύγουν μαζί με τα ρωσικά στρατεύματα και να εγκατασταθούν στη Ρωσία. Τέλος, η προσθήκη 4 της συνθήκης, άρθρο 8, ρύθμιζε το θέμα των περιουσιών των Ελλήνων της Πελοποννήσου, οι οποίες είχαν κατασχεθεί από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1770. «Αντί της απόδοσης στους κατοίκους του Μοριά, βάσει του συμφώνου ειρήνης, των αρχικών τους περιουσιών και κτημάτων, που μετά τη δήμευση έχουν παραχωρηθεί σε τζαμιά, σε βακούφια και σε άλλα θρησκευτικά ιδρύματα, η Υψηλή Πύλη υπόσχεται να παράσχει σε αυτούς δίκαιη ικανοποίηση παραχωρώντας τους άλλα κτήματα ή οφέλη ισοδύναμα με εκείνα που έχασαν». Και αυτή η ευνοϊκή για τους Έλληνες λύση ελάχιστη πρακτική αξία είχε. Η συνθήκη υπήρξε όμως πολύ ωφέλιμη για τους Έλληνες εμπόρους και πλοιοκτήτες («Από της σ. του Κ.Κ. ανεπτύχθη σπουδαίως η ελληνική ναυτιλία και εμπορία», παρατηρεί ο ιστορικός Μπαρτόλντι στο έργο του Ιστορία της Ελλάδος). Το άρθρο 11 της συνθήκης εξασφάλιζε στη Ρωσία την ελευθεροπλοΐα και την ελεύθερη άσκηση του εμπορίου σε όλες τις ακτές και στα λιμάνια της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης. Ως αντάλλαγμα, οι υπήκοοι της Τουρκίας αποκτούσαν επίσης τα ίδια δικαιώματα στη Ρωσία. Αυτό σήμαινε ότι οι Έλληνες έμποροι μπορούσαν πλέον να αποκτήσουν προνομιακή θέση στο μεγάλο ρωσοτουρκικό εμπόριο. Η γρήγορη ανάπτυξη, χάρη στις διομολογήσεις που επέβαλαν οι ξένοι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, απέβη βέβαια εις βάρος της ανάπτυξης του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου, του μοναδικού φορέα της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, του τόπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά τη συνθήκη, εγκαταλείφθηκαν βαθμιαία οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης της Ελλάδας και το ελληνικό κεφάλαιο στράφηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές και στο αποικιακό εμπόριο. Γι’ αυτό και ορισμένοι ιστορικοί αμφισβητούν την ευεργετική σημασία της συνθήκης για την Ελλάδα, αξιολογώντας την ως ένα αποφασιστικό βήμα για την αποτελμάτωση της ελληνικής ανάπτυξης. Άλλοι όμως θεωρούν ότι, παρ’ όλα αυτά, έπαιξε θετικό ρόλο στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης του ελληνισμού και αργότερα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η συνθήκη παραχώρησε οριστικά στη Ρωσία το Αζόφ, το Ταϊγάνι, το Γενί-Καλέ και το Κίνμπουρν. Η Κριμαία, η ζωτική αυτή περιοχή για το ρωσικό εμπόριο της Μαύρης θάλασσας, έπαψε να βρίσκεται στην επικράτεια του σουλτάνου και οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία) τέθηκαν υπό την προστασία της Ρωσίας. Τα πλεονεκτήματα της συνθήκης υπήρξαν τόσο πολλά για τη Ρωσία ώστε ο τότε πρωθυπουργός της Ποτιόμκιν οδηγήθηκε στη σκέψη να καταρτίσει σχέδιο έξωσης της Τουρκίας από την Ευρώπη και ίδρυσης νέας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με ηγεμόνα κάποιον από τους μεγάλους δούκες της τσαρικής οικογένειας. Το σχέδιό του όμως δεν υπολόγιζε τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ο οποίες διεκδικούσαν επίσης την κυριαρχία στην περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.